- γρυκτός
- -ή, -όνβλ. γρύζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρυκτόν — γρυκτός masc acc sg γρυκτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρύζω — (AM γρύζω) 1. (για χοίρους) γρυλλίζω 2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω αρχ. Ι. 1. λέω «γρυ» 2. υγροποιώ, λειώνω II. (ρημ. επίθ.) γρυκτός, ή, όν φρ. «ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῑν;» άραγε θα τολμήσετε να βγάλετε «γρυ». [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυ. Παράλληλη εξέλιξη… … Dictionary of Greek